- χορόνδε
- Αεπίρρ. στον χορό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορόν, αιτ. τού χορός + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. ἀγρόν-δε)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χορόνδε — to the festive dance indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek